lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξύλο στα λευκορωσίας

Λέξη:
ξύλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
драўляны, дрэва, застылы, лес, нерухомы, драўніна, драўняны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ξύλο, ξύλο τικ, ξύλο στη βουλή, ξύλο σημύδας, ξύλο οξιάς, ξύλο ονειροκρίτης, ξύλο στα λευκορωσίας, драўляны στα ελληνικά
ξύλο στα λευκορωσίας