lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετρέλαιο στα ουγγρική

Λέξη:
πετρέλαιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
kőolaj, olaj, petróleum, ásványolaj, nyersolaj
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πετρέλαιο, πετρέλαιο στην ελλάδα, πετρέλαιο κίνησης τιμές, πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης τιμες, πετρέλαιο θέρμανσης επίδομα, πετρέλαιο στα ουγγρική, kőolaj στα ελληνικά
πετρέλαιο στα ουγγρική