lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετρέλαιο στα δανική

Λέξη:
πετρέλαιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
fotogen, nafta, petroleum, råolie, olie, materie, var
Σχετικές λέξεις:
δανική πετρέλαιο, πετρέλαιο στην ελλάδα, πετρέλαιο κίνησης τιμές, πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης τιμες, πετρέλαιο θέρμανσης επίδομα, πετρέλαιο στα δανική, fotogen στα ελληνικά
πετρέλαιο στα δανική