lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσθέτω στα ουκρανικά

Λέξη:
προσθέτω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
анексувати, всисати, добавити, добавляти, додавати, додайте, додати, додаток, нарощувати, поглинути, поглиньте, прибавити, прибавляти, приєднайте, приєднати, приєднувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά προσθέτω, προσθέτω συνώνυμο, προσθέτω συνώνυμα, προσθέτω ρημα, προσθέτω πόντους, προσθέτω προσθέτεις, προσθέτω στα ουκρανικά, анексувати στα ελληνικά
προσθέτω στα ουκρανικά