lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προχωρώ στα ουκρανικά

Λέξη:
προχωρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
ворушити, ворушитися, ворушіння, двигати, заохочувати, збуджувати, збудити, посувати, просувати, рухайте, рухати, стимулювати, схиляти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά προχωρώ, προχωρώ συνώνυμο, προχωρώ συνώνυμα, προχωρώ αγγλικά, προχωρώ στα ουκρανικά, ворушити στα ελληνικά
προχωρώ στα ουκρανικά