lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προχωρώ στα πολωνική

Λέξη:
προχωρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
awansować, posuwać, wysuwać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική προχωρώ, προχωρώ συνώνυμο, προχωρώ συνώνυμα, προχωρώ αγγλικά, προχωρώ στα πολωνική, awansować στα ελληνικά
προχωρώ στα πολωνική