lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ράτσα στα ουκρανικά

Λέξη:
ράτσα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
акція, бігти, біржовий, гонки, забіг, запас, запаси, заїзд, змагання, опора, порода, підпора, раса, расовий, сировина, склад, фонд, фонди, фондовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ράτσα, ράτσα χάσκι σιβηρίας, ράτσα σικόκου ινου, ράτσα σίμπα ινου, ράτσα ντόγκο ντε μπορντώ, ράτσα μπισόν φριζέ, ράτσα στα ουκρανικά, акція στα ελληνικά
ράτσα στα ουκρανικά