lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεόνασμα στα ουκρανικά

Λέξη:
πλεόνασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
додача, достаток, ексцес, крайність, лишок, надлишок, надмір, надмірність, перевищення, розлите
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλεόνασμα, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα στα ουκρανικά, додача στα ελληνικά
πλεόνασμα στα ουκρανικά