lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μάζα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
array, bulk, clump, dollop, ground, mass, peck, quantity, sight
μάζα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fůra, hmota, hromada, kus, kvantita, masa, množství, objem, rozsah, seskupení, spousta, veličina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
größe, klumpen, masse, unmasse
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kvantitet, masse, mængde, størrelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amasijo, masa, multitud, pasta, tomo, volumen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bloc, masse, pisé, pâte, quantité, tapée, volume
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
massa, mole, quantità, sciame
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvantitet, masse, mengde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
масса
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
massa, mängd, svärm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koko, lauma, massa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
količina
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apimtis, daugybė, masė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cúmulo, massa, maça, tomo, volume
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
masă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hmotnosť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акумуляція, армія, безліч, брутто, валовий, вишикувати, вишикуватися, військо, глушина, гора, гучність, гірський, дзьобати, загал, збирання, звання, категорія, клас, класифікувати, маса, масовий, множина, нагромадження, накопичення, накопичування, натовп, обсяг, океан, оргія, оцінити, оцінювати, пакет, пакунок, пліт, помел, пором, пустеля, ранг, скупчення, ступінь, том, чин, шикувати, шикуватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
masa

Σχετικές λέξεις

μάζα πρωτονίου, μάζα σώματος, μάζα ηλεκτρονίου, μάζα του ήλιου σε σχέση με τη συνολική μάζα του ηλιακού μας συστήματος είναι, μάζα της γης, μάζα φωτονίου, μάζα νετρονίου, μάζα πρόσθιου μεσοθωράκιου, μάζα ηρεμίας ηλεκτρονίου, μάζα σελήνης