lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υψόμετρο στα ουκρανικά

Λέξη:
υψόμετρο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
величина, високість, висота, височина, височінь, вишина, зріст, кидати, кидок, кинути, нахил, падіння, перевага, підвищення, підняття, розташовувати, розташувати, схил
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υψόμετρο, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο χορτιάτη, υψόμετρο της ψηλότερης κορυφής του μαινάλου, υψόμετρο πάρνηθας, υψόμετρο κοζάνης, υψόμετρο στα ουκρανικά, величина στα ελληνικά
υψόμετρο στα ουκρανικά