lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόλος στα ουκρανικά

Λέξη:
στόλος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
вантаження, завантаження, загрузка, флот, флотилія
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στόλος, στόλος φάντασμα στα νερά της σιγκαπούρης, στόλος της μαύρης θάλασσας, στόλος οχημάτων, στόλος οσυ, στόλος ολυμπιακής, στόλος στα ουκρανικά, вантаження στα ελληνικά
στόλος στα ουκρανικά