lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλαμβάνω στα ουκρανικά

Λέξη:
συλλαμβάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
вхопити, затискати, затискувати, затиснути, захопити, захоплювати, ловити, оволодіти, плутанина, стискати, стискувати, схопити, схопіть, хапати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συλλαμβάνω, συλλαμβάνω συνώνυμα, συλλαμβάνω στα αγγλικα, συλλαμβάνω ρημα, συλλαμβάνω παρατατικος, συλλαμβάνω κλιση, συλλαμβάνω στα ουκρανικά, вхопити στα ελληνικά
συλλαμβάνω στα ουκρανικά