lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλαμβάνω στα ιταλικά

Λέξη:
συλλαμβάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
accalappiare, acchiappare, acciuffare, adunghiare, afferrare, agguantare, catturare, cogliere, ghermire, impugnare, mantenere, pigliare, prendere, presa, ritenere, sequestrare, tenere, uncinare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συλλαμβάνω, συλλαμβάνω συνώνυμα, συλλαμβάνω στα αγγλικα, συλλαμβάνω ρημα, συλλαμβάνω παρατατικος, συλλαμβάνω κλιση, συλλαμβάνω στα ιταλικά, accalappiare στα ελληνικά
συλλαμβάνω στα ιταλικά