lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τουαλέτα στα ουκρανικά

Λέξη:
τουαλέτα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
абзац, ансамбль, вбиральня, виховати, виховувати, гардероб, задній, зручність, камера, коридор, таємний, тил, туалет, туалетний, тумбочка, убиральня
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τουαλέτα, τουαλέτα όνειρο, τουαλέτα τούρκικη, τουαλέτα συνώνυμο, τουαλέτα σκύλων, τουαλέτα σκύλου, τουαλέτα στα ουκρανικά, абзац στα ελληνικά
τουαλέτα στα ουκρανικά