lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίχα στα ουκρανικά

Λέξη:
τρίχα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
волос, волосин, волосина, волосину, волосся, купа, нагромадження, нагромаджувати, нагромадити, складати, скласти, штабель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρίχα, τρίχα όνειρο, τρίχα στο λαιμό, τρίχα στο δέρμα, τρίχα σκύλου, τρίχα σε ελιά, τρίχα στα ουκρανικά, волос στα ελληνικά
τρίχα στα ουκρανικά