lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα γαλλικά

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (5):
aguerrir, amordancer, assaisonner, épeler, mordancer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά καρυκεύω, καρυκεύω στα γαλλικά, aguerrir στα ελληνικά
καρυκεύω στα γαλλικά