καρυκεύω στα αγγλικά καρυκεύω στα τσεχική καρυκεύω στα γερμανικά καρυκεύω στα δανική καρυκεύω στα ισπανικά καρυκεύω στα νορβηγικά καρυκεύω στα ρωσικά καρυκεύω στα σουηδικά καρυκεύω στα φινλανδικά καρυκεύω στα πορτογαλικά καρυκεύω στα πολωνική
τόσο στα ουκρανικά προβολή στα πορτογαλικά πλειονότητα στα τσεχική αποζημιώνω στα λευκορωσίας δηλώνω στα ουγγρική
αποζημιώνω αγγλικά προβολή συνώνυμο τόσο περίπου σ ̓ αγαπώ στιχοι πλειονότητα ή πλειοψηφία δηλώνω το παρόν