lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματισμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
τραυματισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
випадок, діло, коробка, нагода, пацієнт, поранений, ранок, скриня, справа, терпеливий, терплячий, футляр, хворий, чохол
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τραυματισμένος, τραυματισμένος στα ουκρανικά, випадок στα ελληνικά
τραυματισμένος στα ουκρανικά