lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τραυματισμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
injured, morning, wounded
τραυματισμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dopoledne, ranní, raněný, ráno, svítání, zraněný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwundet, wund
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
formiddag, morgen, mormon
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herido, matutino, mañana
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blessé, matin, matinal, mutile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferito, mattina, mattino
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formiddag, morgen, mormon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ранен, раненный, раненый, утро
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
morgon, sårad
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëngjes
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утро
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ранiца, ранены
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hommik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aamu, haavoittunut
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jutro, povrijeđen, ranjen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
reggel, sebesült, sebzett, sérült
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rytas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mana, manhã, matutino
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
dimineaţă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
jutro
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випадок, діло, коробка, нагода, пацієнт, поранений, ранок, скриня, справа, терпеливий, терплячий, футляр, хворий, чохол
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ranny