lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάβω στα ουκρανικά

Λέξη:
ανάβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
бити, вогник, відкриття, загоріться, запалити, запалювати, засвітити, легкий, освітити, плавка, світлий, світло, страйк, страйкувати, удар, укладати, укласти, іскра
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανάβω, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω φωτιά, ανάβω μια φωτιά, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω με τσιγάρα, ανάβω στα ουκρανικά, бити στα ελληνικά
ανάβω στα ουκρανικά