lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα ουγγρική

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
felfordulás, káosz, rendetlenség, rumli, összetévesztés, összevissza, zavarás, háborgás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα ουγγρική, felfordulás στα ελληνικά
ακαταστασία στα ουγγρική