lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τριγυρίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
τριγυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
алея, блукати, бродити, гуляти, дріжджі, діяти, закваска, залицяйтеся, йти, мандрувати, попрацювати, працювати, праця, піти, робити, робота, роботи, робочий, служити, твір, хода, ходити, ходьба, іти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τριγυρίζω, τριγυρίζω συνωνυμα, τριγυρίζω στο la notte, τριγυρίζω σαν τη νυχτερίδα, και τριγυρίζω, τριγυρίζω στα ουκρανικά, алея στα ελληνικά
τριγυρίζω στα ουκρανικά