τριγυρίζω στα αγγλικά τριγυρίζω στα τσεχική τριγυρίζω στα γερμανικά τριγυρίζω στα δανική τριγυρίζω στα ισπανικά τριγυρίζω στα γαλλικά τριγυρίζω στα ιταλικά τριγυρίζω στα νορβηγικά τριγυρίζω στα ρωσικά τριγυρίζω στα αλβανικά τριγυρίζω στα φινλανδικά τριγυρίζω στα πορτογαλικά τριγυρίζω στα πολωνική τριγυρίζω στα λευκορωσίας τριγυρίζω στα ουκρανικά
σπλήνα στα νορβηγικά ταυτόχρονος στα ουκρανικά υγιής στα ουκρανικά ντόπιος στα γαλλικά ξυπνώ στα ρωσικά
σπλήνα μοσχαρίσια γεμιστή υγιής εγωισμός ντόπιος αγγλικά ξυπνώ με πονοκέφαλο