lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερισχύω στα ουκρανικά

Λέξη:
υπερισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
важити, відкиньте, зважити, зважувати, обмірковувати, обміркувати, особливість, панувати, переважати, переважити, переважок, переважте, переважувати, перевищити, перевищувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπερισχύω, υπερισχύω συνωνυμα, υπερισχύω in english, υπερισχύω στα ουκρανικά, важити στα ελληνικά
υπερισχύω στα ουκρανικά