lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερισχύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπερισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
dominar, predominar, preponderar, prevalece, prevalecer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπερισχύω, υπερισχύω συνωνυμα, υπερισχύω in english, υπερισχύω στα πορτογαλικά, dominar στα ελληνικά
υπερισχύω στα πορτογαλικά