lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φασαρία στα ουκρανικά

Λέξη:
φασαρία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
веслування, веслувати, галас, гам, гамір, гаркавість, гомін, гук, звивати, звити, звук, звучати, здоровий, манжета, мотузка, низка, обмотати, обмотка, обмотувати, оборка, ракетка, рекет, ряд, сварка, скандал, справний, суперечка, шантаж, шум, ґрунтовний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φασαρία, φασαρία συνώνυμο, φασαρία συνώνυμα, φασαρία στην τάξη, φασαρία στην πολυκατοικία, φασαρία σε πολυκατοικία, φασαρία στα ουκρανικά, веслування στα ελληνικά
φασαρία στα ουκρανικά