lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοβερός στα ουκρανικά

Λέξη:
φοβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (34):
бездонний, безнадійний, величезний, відчайдушний, грізний, жалюгідний, жахливий, жорстокий, захоронення, зловісний, зухвалий, кепський, колосальний, нездоровий, нечестивий, нещадний, нещасливий, нещасний, нікчемний, отруйний, очевидний, патологічний, порочний, потворний, похмурий, розпачливий, скорботний, страхітливий, страхітний, страшенний, страшний, сумний, хворобливий, хибний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φοβερός, φοβερός συνώνυμα, φοβερός πονόλαιμος, φοβερός πιτσιρικάς κοροιδεύει την αδερφή του, φοβερός έννοια, λυκος φοβερός, φοβερός στα ουκρανικά, бездонний στα ελληνικά
φοβερός στα ουκρανικά