lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοβερός στα πορτογαλικά

Λέξη:
φοβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
abominável, aterrador, atroz, bárbaro, enorme, espantoso, fatal, horrendo, horripile, horroroso, horrível, imenso, medroso, pavoroso, repugnante, temeroso, tenebroso, terrível, tremendo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φοβερός, φοβερός συνώνυμα, φοβερός πονόλαιμος, φοβερός πιτσιρικάς κοροιδεύει την αδερφή του, φοβερός έννοια, λυκος φοβερός, φοβερός στα πορτογαλικά, abominável στα ελληνικά
φοβερός στα πορτογαλικά