lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρήση στα ουκρανικά

Λέξη:
χρήση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
вживання, вжиток, договір, додаток, діяльність, зайнятість, застосовування, застосування, засіб, заява, збори, звичай, звичка, зовнішність, конвенційний, конвенція, метод, практика, працевлаштування, програма, режим, робота, служба, спосіб, уживання, ужиток, фасон
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χρήση, χρυσή ευκαιρία, χρυσή αυγή, χρήση του τελικού ν, χρήση του ν, χρήση συνώνυμο, χρήση στα ουκρανικά, вживання στα ελληνικά
χρήση στα ουκρανικά