lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρήση στα γερμανικά

Λέξη:
χρήση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
angewohnheit, anstellung, anwendung, aufgabe, beschäftigung, brauch, brauchtum, dienst, einsatz, gebrauch, gepflogenheit, gewohnheit, inanspruchnahme, nutzung, sitte, verwendung, verwendurig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά χρήση, χρυσή ευκαιρία, χρυσή αυγή, χρήση του τελικού ν, χρήση του ν, χρήση συνώνυμο, χρήση στα γερμανικά, angewohnheit στα ελληνικά
χρήση στα γερμανικά