lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ώριμος στα ουκρανικά

Λέξη:
ώριμος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
дозрівати, дозріти, доспіти, достигати, достигнути, зріти, спіліти, спіти, стигнути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ώριμος, ώριμος στα ουκρανικά, дозрівати στα ελληνικά
ώριμος στα ουκρανικά