lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ουσιαστικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
noun, substantive
ουσιαστικό
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptwort, substantiv
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
navneord, substantiv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nombre, sustantivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nom, substantif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nome, sostantivo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
navnord, substantiv
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
substantiv
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
nimisõna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imenica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
főnév
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
daiktavardis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
substantivo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
substantiv
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rzeczownik

Σχετικές λέξεις

ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό γραμματική, ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό είναι, ουσιαστικό δεδικασμένο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό του δίνω, ουσιαστικό επίθετο, ουσιαστικό του θέτω