lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραδοσιακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
customary, fossilized, time-honoured, traditional
παραδοσιακός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
tradiční
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
althergebracht, hergebracht, herkömmlich, traditionell
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tradicional
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traditionnel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tradizionale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tradisjonell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
традиционен, традиционный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
traditionell
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tradicional
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
традыцыйны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perinteellinen, totunnainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hagyományos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tradicional
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звичайний, консервативний, консерватор, спадковий, спадкоємний, традиційний, умовний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tradycyjny

Σχετικές λέξεις

παραδοσιακός ξενώνας κυράνη, παραδοσιακός ξενώνας αέτωμα, παραδοσιακός ξενώνας ιωαννίδης, παραδοσιακός ξενώνας αρχοντούλα, παραδοσιακός οικισμός, παραδοσιακός συνώνυμα, παραδοσιακός ξενώνας γουλάς, παραδοσιακός γάμος, παραδοσιακός ξενώνας καταφύγι, παραδοσιακός ξενώνας εξοχή