lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραχωρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abate, cede, concede, relent, resign, retreat, yield
παραχωρώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cedovat, couvnout, odstoupit, podlehnout, postoupit, povolit, přenechat, přepustit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abtreten, ausweichen, beiseite, lockerlassen, nachgeben, weichen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blandear, ceder, cejar, deferir, doblarse, flaquear, recular
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
céder, déférer, effacer, faillir, flancher, reculer, rétrocéder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cedere, indietreggiare, retrocedere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avta, rygga, vika, vike
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уступать, уступить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avta, retirera, reträtt, rygga, vika, återtåg, återtåga
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паддавацца, пераступаць, саступаць, уступаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
taganema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jättää, perääntyä, väistyä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
popustiti, ustupiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
engedni, hozam, lemond
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ceder
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконати, виконувати, віддавати, віддати, відкладати, відкладіться, відкласти, відмовитися, відмовлятися, відстрочити, відстрочувати, доставити, доставляти, доставте, завдавати, завдати, зважати, зважити, погоджуватися, погодитися, погодьтеся, поставити, постачати, поступатись, поступатися, поступитися, поступіться, припускати, припустити, промовити, промовляти, рахуватися, схиліть, уступати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ustąpić, ustępować

Σχετικές λέξεις

παραχωρώ συνώνυμα, παραχωρώ στα αγγλικά, παραχωρώ μετάφραση, παραχωρώ συνώνυμο, παραχωρώ translation, παραχωρώ δικαιώματα, παραχωρώ ετυμολογια