lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: περίπτερο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
booth, kiosk, shelter, stand
περίπτερο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bouda, budka, kryt, ochrana, přístřeší, skrýš, úkryt, útočiště, útulek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bude, obdach
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
asyl, barak, ly, læskur
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cajón, casilla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abri, cabriolet, guérite, loge, logette, échoppe, édicule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricovero, rifugio, riparo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leskur, ly
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stånd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strehë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убежище
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koju, suoja, suojapaikka, turva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaklon
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bódé, oltalom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrigo, barraca, cabina, celeiro, guarita, refúgio, tenda
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
adăpost
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бокс, будка, коробка, ложа, поратися, риза, скринька, скриня, справитися, справлятися, таксі, упоратися, управитися, ящик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
budka

Σχετικές λέξεις

περίπτερο google, περίπτερο εφημερίδες, περίπτερο ετυμολογία, περίπτερο play, περίπτερο εφημερίδων, περίπτερο 6 δεθ, περίπτερο delivery, περίπτερο ονειροκρίτης, περίπτερο english, περίπτερο αρμενίας