lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πιστωτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
creditor
πιστωτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
věřitel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gläubiger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acreedor, fiador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
créancier, créditeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creditore
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кредитор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
крэдытор
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saamamies, velkoja
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
veriteľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кредитор, позикодавець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wierzyciel

Σχετικές λέξεις

πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, ομαδικόσ πιστωτήσ, πτωχευτικόσ πιστωτήσ