lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βομβαρδίζω στα πολωνική

Λέξη:
βομβαρδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
bombardować, ostrzeliwać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική βομβαρδίζω, βομβαρδίζω στα πολωνική, bombardować στα ελληνικά
βομβαρδίζω στα πολωνική