lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βομβαρδίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
βομβαρδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
бомбардувати, бомбити, загорода, фунт
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βομβαρδίζω, βομβαρδίζω στα ουκρανικά, бомбардувати στα ελληνικά
βομβαρδίζω στα ουκρανικά