lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βομβαρδίζω στα γερμανικά

Λέξη:
βομβαρδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (2):
bombardieren, beschießen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βομβαρδίζω, βομβαρδίζω στα γερμανικά, bombardieren στα ελληνικά
βομβαρδίζω στα γερμανικά