lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βομβαρδίζω στα τσεχική

Λέξη:
βομβαρδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (2):
bombardovat, ostřelovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βομβαρδίζω, βομβαρδίζω στα τσεχική, bombardovat στα ελληνικά
βομβαρδίζω στα τσεχική