lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπαίνω στα πολωνική

Λέξη:
μπαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
wchodzić, wstępować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μπαίνω, παίρνω κλίση, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω στον μήνα μου, μπαίνω προστακτική ενεστώτα, μπαίνω προστακτική, μπαίνω στα πολωνική, wchodzić στα ελληνικά
μπαίνω στα πολωνική