lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπαίνω στα τσεχική

Λέξη:
μπαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
nastoupit, přistoupit, stoupat, vcházet, vejít, vkročit, vniknout, vstoupit, vstupovat, vystoupit, vystupovat, vyšlapat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μπαίνω, παίρνω κλίση, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω στον μήνα μου, μπαίνω προστακτική ενεστώτα, μπαίνω προστακτική, μπαίνω στα τσεχική, nastoupit στα ελληνικά
μπαίνω στα τσεχική