lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπαίνω στα ουκρανικά

Λέξη:
μπαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
ввійти, внести, вносити, вступати, вступити, входити, війти, занести, заносити, поступати, поступити, пройти, проникати, проникнути, проникніть, проходити, увійти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπαίνω, παίρνω κλίση, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω στον μήνα μου, μπαίνω προστακτική ενεστώτα, μπαίνω προστακτική, μπαίνω στα ουκρανικά, ввійти στα ελληνικά
μπαίνω στα ουκρανικά