lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ένας στα πορτογαλικά

Λέξη:
ένας (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
algum, alguém, certo, enésimo, exclusivo, indubitável, integral, isolado, qualquer, seguro, singular, solo, sonsinho, sozinho, só, um, uma, una, uniforme, uno, ímpar, único
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ένας, ένας χωρισμός, ένας χαρισματικός άνθρωπος, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας τρελός τρελός αεροπειρατής, ένας σκύλος με μπλογκ, ένας στα πορτογαλικά, algum στα ελληνικά
ένας στα πορτογαλικά