lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ένας στα ουκρανικά

Λέξη:
ένας (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
якийсь, один, одному, виключний, винятковий, ексклюзивний, єдиний, підошва, деякий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ένας, ένας χωρισμός, ένας χαρισματικός άνθρωπος, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας τρελός τρελός αεροπειρατής, ένας σκύλος με μπλογκ, ένας στα ουκρανικά, якийсь στα ελληνικά
ένας στα ουκρανικά