lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα ρωσικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
бесплодный, бесполезный, голодный, напрасен, напрасный, незанятый, пустой, свободный, тщеславен, тщеславный, тщетный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα ρωσικά, бесплодный στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα ρωσικά