lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοικτός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανοικτός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
aberto, acusado, definido, evidente, explícito, extremado, inequívoco, manifesto, marcado, obvio, ostensivas, patente, público, óbvio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανοικτός, ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, ανοικτός πνευμοθώρακας, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος στη θεσσαλονίκη, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος πειραιάς, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος θεσσαλονίκη, ανοικτός στα πορτογαλικά, aberto στα ελληνικά
ανοικτός στα πορτογαλικά