διαδίδω στα αγγλικά διαδίδω στα τσεχική διαδίδω στα γερμανικά διαδίδω στα ισπανικά διαδίδω στα γαλλικά διαδίδω στα ιταλικά διαδίδω στα ρωσικά διαδίδω στα αλβανικά διαδίδω στα εσθονική διαδίδω στα φινλανδικά διαδίδω στα ουκρανικά διαδίδω στα πολωνική
εύθραυστος στα γερμανικά διάθεση στα ουκρανικά μόριο στα φινλανδικά πλύνω στα πορτογαλικά γενναίος στα πορτογαλικά
διάθεση υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία να πλύνω εύθραυστος συνώνυμα μόριο φυσική γενναίος συνώνυμο