lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενναίος στα πορτογαλικά

Λέξη:
γενναίος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
afeito, afoito, animoso, arrojado, atrevido, audaz, bizarro, bravo, corajoso, honesto, intrépido, saliente, valente, valoroso, varonil, vigoroso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γενναίος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος τηλέμαχος, γενναίος συνώνυμο, γενναίος συνώνυμα, γενναίος ραφτάκος, γενναίος στα πορτογαλικά, afeito στα ελληνικά
γενναίος στα πορτογαλικά