lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξασφαλίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εξασφαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
amparar, patrocinar, preservar, proteger, afirmar, assegurar, asseverar, confirmar, garantir, prometer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εξασφαλίζω, εξασφαλιζω συνώνυμο, εξασφαλίζω μετάφραση αγγλικά, εξασφαλίζω μετάφραση, εξασφαλίζω λεξικό, εξασφαλίζω βικιλεξικο, εξασφαλίζω στα πορτογαλικά, amparar στα ελληνικά
εξασφαλίζω στα πορτογαλικά