lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλαστικό στα πορτογαλικά

Λέξη:
θηλαστικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θηλαστικό, φάλαινα θηλαστικό, πρωτεύον θηλαστικό, πιγκουίνοσ θηλαστικό, μεγαλύτερο θηλαστικό, καρχαρίασ θηλαστικό, θηλαστικό στα πορτογαλικά, mamífero στα ελληνικά
θηλαστικό στα πορτογαλικά